«Οι κάλοι της Κλάρας»

Μετά η Κλάρα λέει στο μπαμπά της:

-Μπαμπά πότε θα φύγουμε , γιατί δεν αντέχω άλλο τα παπούτσια μου με στενεύουν, γιατί η γριά δεν πάει στην κόλαση και έχει κολλήσει εδώ;

-Κλάρα δεν ντρέπεσαι λίγο, τι είναι αυτά που μου λες, τρελάθηκε παιδί μου. Απάντησε ο πατέρας της.

-Γιάννη έχω μια ιδέα είπε η Κλάρα.

-Τι ιδέα έχεις, απάντησε ο Γιάννης.

-Άκου λοιπόν. Το βλέπεις αυτό το δέντρο;

-Ναι το βλέπω, αναστέναξε ο Γιάννης τρομαγμένος.

-Γιάννη εγώ θα βγάλω τα παπούτσια μου γιατί με στενεύουν, άρα παίρνουμε το δέντρο το κόβουμε στο σχήμα της γριάς και όλοι τότε θα γελάσουνε αφού τη ντύσουμε και τη βάψουμε.

-Τέλεια, τέλεια ιδέα Κλάρα, φώναξε δυνατά ο Γιάννης.

Ύστερα όλοι οι άνθρωποι γύρισαν τα κεφάλια τους και έσκασαν να κρατούν τα γέλια τους από την «Δεντρογριά», ο πατέρας τους τότε ντράπηκε πολύ. Μετά από δυο ώρες η κηδεία τελείωσε η Κλάρα και ο Γιάννης ήταν πολύ χαρούμενοι και είπαν δυνατά:

-Ανάσταση !!!

Όταν πήγαν στο σπίτι η Κλάρα πέταξε τα παπούτσια της , γιατί τα πόδια της είχανε γίνει κατακόκκινα.

-Μπαμπά εγώ δεν ξαναέρχομαι σε κηδεία ποτέ γιατί έσκασα.

-Ωραία Κλάρα πως και το αποφασίσατε τώρα που τελείωσε η κηδεία, πρότεινε ο πατέρας.

        Μυρτάι Εριντάνα, Στ΄ τάξη