"Η Μαστιχάιδα και τα τρία παλικάρια"

   
    Ήταν μια φορά στη Χίο ένας φτωχός χωρικός με τη γυναίκα του και τα τρία του παλικάρια. Όταν μεγάλωσε πολύ και κατάλαβε ότι θα φύγει από αυτόν τον κόσμο, κάλεσε τα παιδιά του και τους είπε:
«Εγώ παιδιά μου, περιουσία δεν έχω. Έχω όμως το χωραφάκι μας με τα εξακόσια μαστιχόδεντρα.Μοιραστείτα τα δίκαια και φροντίστε να μη μείνει κανείς παραπονεμένος.»
     Μετά από λίγο καιρό, τα μαστιχόδεντρα έπαθαν μια αρρώστια επειδή τα παιδιά δεν τα πρόσεχαν κι έίχαν άλλες ασχολίες. Τα ο χωράφι ήταν το καλύτερο του χωριού κάποτε. Τώρα πια τα δέντρα ήταν άρρωστα.
      Τα παιδιά το μετάνιωσαν, γιατί δεν πρόσεχαν. Το βράδυ, ενώ βρίσκονταν στον κήπο, έιδαν ξαφνικά μια λάμψη γεμάτη νεραιδόσκονη. Τότε, εμφανίστηκε μια μαστιχάιδα, νεράιδα των μαστιχόδεντρων:
«Το μόνο πράγμα που μπορείτε να κάνει τα δέντρα όπως ήταν πριν είναι το μαστιχέλαιο. Μόνο που αυτό το μαστιχέλαιο δεν είναι σαν το κοινό. Όταν το αποκτήσετε, θα ρίξετε μερικές σταγόνες στις ρίζες τους. Θ α σας δώσω έναν χάρτη που θα σας δείξει το δρόμο.Το μαστιχέλαιο θα το βρείτε στη μαγική μαστιχοχώρα που βρίσκεται πάνω στα σύννεφα.Θα σας πάω μέχρι εκεί. Μετά θα συνεχίσετε μόνοι σας.»
     Έτσι το άλλο πρωί, όλοι μαζί, πήραν το δρόμο για τη μαστιχοχώρα. Εκεί η βασίλισσα τους υποδέχτηκε και τους έδωσε ένα σύννεφο για να πάνε πιο εύκολα στον προορισμό τους δηλαδή στο μαστιχέλαιο.
«Είστε έτοιμοι;» ρώτησε.
«Ναι.»απάντησαν τα παιδιά.
     Τότε το σύννεφο άρχισε να πετάει με ταχύτητα φωτός. Τα παιδιά με το ζόρι κρατιόντουσαν για να μη πέσουν. Κάποια στιγμή, το σύννεφο διαλύθηκε. Ήταν τυχερά επειδή όταν έπεσαν προσγειώθηκαν πάνω στα πουπουλένια σύννεφα.
«Ωχ! Κάναμε ανώμαλη προσγείωση! Είπε ένα παιδί.
Με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκαν.
     Ξάφνου, είδαν μια μικρή σπηλιά και χωρίς να το σκεφτούν πολύ, μπήκαν μέσα.Εκεί, υπήρχαν χιλιάδες σταλακτίτες.Στη μέση κοιμόταν ένα πελώριο πουλί.
«Προσέξτε μη το ξυπνήσετε»είπε το ένα από τα παιδιά.
      Πέρασαν πολύ εύκολα δίπλα από το πουλί χωρίς να το ξυπνήσουν.Όμως, για κακή τους τύχη, το τελευταίο παιδί σκουντούφλησε και σκούντησε τους μπροστινούς.
Έτσι, βρέθηκαν για ακόμη μια φορά να πέφτουν.Όμως, αντί να πέσουν πάλι στα σύννεφα, έπεσαν σε ένα ποτάμι με μαστιχόδειλους που τους περίμεναν με ανοιχτά τα στόματα.Ενα παιδί μάλιστα, προσγειώθηκε πάνω σε έναν μαστιχόδειλο που του έπιασε το πόδι. Τα αδέρφια του προσπάθησαν να τον τραβήξουν αλλά ήταν αδύνατο:Ο μαστιχόδειλος τον είχε γραπώσει για τα καλά.
     Τότε, μέσα από το ποτάμι πετάχτηκε ένα ολόασπρο και μυρωδάτο ξωτικό. Φορούσε έναν σκούφο άσπρο και ένα παντελόνι.Στην πλάτη του είχε φτερά.Το ξωτικό πέρασε πάνω από τα παιδιά και εξαφάνισε τον μαστιχόδειλο.Το ένα παιδί ρώτησε το ξωτικό:
«Πώς ήρθες έτσι από το πουθενά;»
   «Ήρθα γιατί είπες τη μαγική λέξη που με καλεί: μαστιχόδειλος.»
Μετά το ξωτικό έφυγε μέσα σε μια χρυσή μαστιχόσκονη.Όπως το κεφάλι του έγερνε στο πλάι, τα παιδιά πρόσεξαν κάτι που γυάλιζε στο σκούφο του: το μαστιχέλαιο. Τα παιδιά είπαν ξανά «μαστιχόδειλος» και το ξωτικό ξαναήρθε.
   
  «Έχεις το μαστιχέλαιο» το ρώτησαν.
   «Ναι, το έχω, γιατί;»
   «Γιατί εμείς το ψάχνουμε για να γιατρέψουμε τα μαστιχόδεντρα»
«Και ποιος σας είπε το γιατρικό;»
«Η μαστιχάιδα»
«Α, η Μαστιχάιδα ήταν πολύ στενή μου φίλη στον ουρανό. Θα σας δώσω το μαστιχέλαιο αν απαντήσετε σε μια ερώτηση:
  1. Πότε κεντάμε το μαστιχόδεντρο; Και τι στρώνουμε από κάτω ; Και τι θέλει μετά η μαστίχα;»
«Το μαστιχόδεντρο το κεντάμε το καλοκαίρι. Από κάτω στρώνουμε ασπρόχωμα για να μη λερωθεί η μαστίχα που στάζει. Μετά , τη μαστίχα που μαζεύεις πρέπει να την ξεδιαλύνεις κατά μέγεθος, να την πλύνεις και να την καθαρίσεις τσιμπώντας τα χώματα που μπορεί να έχουν φυλακιστεί μέσα στα δάκρυα.» είπαν τα παιδιά.
     Έτσι, τα παλικάρια πήραν το μαστιχέλαιο και έφτασαν στο χωράφι τους. Έριξαν τις σταγόνες στα μαστιχόδεντρα, αλλά δεν είδαν αποτέλεσμα. Τότε εμφανίστηκε η Μαστιχάιδα και τους είπε ότι δε φτάνει μόνο το μαστιχέλαιο αλλά χρειάζεται και φροντίδα. Με τη φροντίδα, τους είπε , θεραπεύονται τα δέντρα.
Έτσι και έγινε. Από τότε τα παλικάρια, δούλευαν συστηματικά στα μαστιχοχώραφά τους,και ποτέ ξανά δεν αρρώστησαν τα δέντρα τους.
  
  
  
  
Δ΄ τάξη. 2ο δημοτικό σχολείο Βροντάδου
Δασκάλα: Μαρία Κέρογλου
Μαθητές που συνεργάστηκαν για το παραμύθι:
Αργυρώ Κουμέντη
Γιώργος Κατσαδήμας
Τένια Ζαννίκου
Τζίμης Λάζος
Αντρέας Τσούρος
Μαριάνθη Μαθιούδη
Αγγελική Μαθιούδη